Την Παρασκευή το απόγευμα, ο διευθυντής του Χάρολντ του είπε πως έπρεπε να κάνει υπερωρία εκείνη την ημέρα. Δεν τον πείραζε τον Χάρολντ, μόνο που δεν είχε τρόπο να ειδοποιήσει τη γυναίκα του, γιατί είχαν μόλις μετακομίσει και δεν είχαν ακόμη τηλέφωνο.
-«Μια και περνάω από 'κει, θα της το πω εγώ,» είπε ο διευθυντής.
Μετά από λίγη ώρα, ο διευθυντής φτάνει στο σπίτι και χτυπάει το κουδούνι. Η γυναίκα του Χάρολντ έρχεται στην πόρτα, φορώντας μια διάφανη ρόμπα. Ο διευθυντής δεν μπορούσε να τραβήξει τα μάτια του από το σώμα της.
«Ναι;» είπε εκείνη.
«Είμαι ο διευθυντής του Χάρολντ. Κάνει υπερωρίες και μου ζήτησε να σας πω ότι θα αργήσει.»
«Ευχαριστώ,» είπε εκείνη.
«Τι λέτε, πάμε πάνω να κάνουμε έρωτα;»
Η γυναίκα του Χάρολντ ένιωσε τα μαγουλά της να γίνονται κατακόκκινα απ' το θυμό. «Πώς τολμάτε;»
Ο διευθυντής ανασήκωσε τους ώμους του. «Αν σας δώσω πενήντα δολάρια;»
«Ασφαλώς όχι! θεέ μου, δεν έχω ξαναδεί τέτοιο θράσος...»
«Εκατό δολάρια;»
«Εεε... όχι.»
«Εκατόν πενήντα;»
«Εμένα δεν μου φαίνεται σωστό αυτό το πράγμα. Εσείς τι λέτε;»
Στο σημείο αυτό ο διευθυντής μουρμούρισε, «Άκουσε, μωρό μου, ο Χάρολντ δεν θα το μάθει. Είναι ένας εύκολος τρόπος να βγάλεις εκατόν πενήντα δολάρια, και θα περάσουμε μαζί λίγη ώρα».
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, τον έπιασε από το χέρι και τον πήγε επάνω, στο κρεβάτι, όπου πέρασαν καλά, για μία ώρα.
Εκείνο το βράδυ, όταν γύρισε ο Χάρολντ στο σπίτι, ρώτησε: «Πέρασε ο διευθυντής μου, να σου πει πως θα αργήσω;»
«Ναι, Χάρολντ», είπε η καλή του. «Πέρασε, για δυο λεπτά.»
«Ωραία,» είπε ο Χάρολντ. «Τότε, μήπως σου άφησε και το μισθό μου;»
-«Μια και περνάω από 'κει, θα της το πω εγώ,» είπε ο διευθυντής.
Μετά από λίγη ώρα, ο διευθυντής φτάνει στο σπίτι και χτυπάει το κουδούνι. Η γυναίκα του Χάρολντ έρχεται στην πόρτα, φορώντας μια διάφανη ρόμπα. Ο διευθυντής δεν μπορούσε να τραβήξει τα μάτια του από το σώμα της.
«Ναι;» είπε εκείνη.
«Είμαι ο διευθυντής του Χάρολντ. Κάνει υπερωρίες και μου ζήτησε να σας πω ότι θα αργήσει.»
«Ευχαριστώ,» είπε εκείνη.
«Τι λέτε, πάμε πάνω να κάνουμε έρωτα;»
Η γυναίκα του Χάρολντ ένιωσε τα μαγουλά της να γίνονται κατακόκκινα απ' το θυμό. «Πώς τολμάτε;»
Ο διευθυντής ανασήκωσε τους ώμους του. «Αν σας δώσω πενήντα δολάρια;»
«Ασφαλώς όχι! θεέ μου, δεν έχω ξαναδεί τέτοιο θράσος...»
«Εκατό δολάρια;»
«Εεε... όχι.»
«Εκατόν πενήντα;»
«Εμένα δεν μου φαίνεται σωστό αυτό το πράγμα. Εσείς τι λέτε;»
Στο σημείο αυτό ο διευθυντής μουρμούρισε, «Άκουσε, μωρό μου, ο Χάρολντ δεν θα το μάθει. Είναι ένας εύκολος τρόπος να βγάλεις εκατόν πενήντα δολάρια, και θα περάσουμε μαζί λίγη ώρα».
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, τον έπιασε από το χέρι και τον πήγε επάνω, στο κρεβάτι, όπου πέρασαν καλά, για μία ώρα.
Εκείνο το βράδυ, όταν γύρισε ο Χάρολντ στο σπίτι, ρώτησε: «Πέρασε ο διευθυντής μου, να σου πει πως θα αργήσω;»
«Ναι, Χάρολντ», είπε η καλή του. «Πέρασε, για δυο λεπτά.»
«Ωραία,» είπε ο Χάρολντ. «Τότε, μήπως σου άφησε και το μισθό μου;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου