Ποια είναι η γλώσσα που μιλάς θάλασσα εσύ;
Η γλώσσα των αιώνιων ερωτήσεων.
Και σε ποια γλώσσα απαντάς ουρανέ;
Στη γλώσσα της ατέλειωτης σιγής.
R. Tagore
Marina
Abramovic: The Artist Is Present
Οι μεγάλοι έρωτες δεν τελειώνουν ποτέ. Ούτε αρχίζουν. Μόνο
διαρκούν σε έναν αιώνιο χρόνο κι είμαστε πάντα εκεί γι’ αυτούς. Κι όταν οι
εραστές ξανασυναντηθούν είναι σαν χτύπημα. Χαμογελούν αμήχανα, κοιτούν βαθιά
στα μάτια, κουνάνε το κεφάλι κάνοντας νεύμα με το βλέμμα να ξεχειλίζει δάκρυα
και τρυφερότητα. Μένουν σιωπηλοί για ένα λεπτό, συγκινημένοι, κι έπειτα
αγγίζονται, κρατούν σφιχτά τα χέρια ο ένας του άλλου και λένε αντίο. Και
παίρνει λίγη ώρα μέχρι να μπορέσουν ξανά στα μάτια να κοιτάξουν κάποιον άλλο...
Marina Abramovic & Ulay.
Ένας μεγάλος έρωτας τη δεκαετία
του ’70-80. Δύο ανατρεπτικοί καλλιτέχνες. Μαζί έκαναν πολλές παράξενες
performances στην προσπάθειά τους να χαρτογραφήσουν τα όρια της αγάπης και της
συμβίωσης μέσω της ζωντανής αναπαράστασης, προσπαθώντας παράλληλα να
τοποθετήσουν την performance ως τέχνη ισάξια με τις υπόλοιπες. Ακόμα και το
χωρισμό τους έτσι τον έζησαν. Περπάτησαν οι δυο τους για πολλές μέρες κατά
μήκος του Σινικού Τείχους από αντίθετες πλευρές και συναντήθηκαν στη μέση.
Αγκαλιάστηκαν και δεν ξαναείδαν ποτέ ο ένας τον άλλο... Μέχρι την αναδρομική
της έκθεση στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Νέα Υόρκη 30 χρόνια μετά (τον Μάιο
του 2010). Στο «The Artist is Present»*, τη μεγαλύτερη και πιο απαιτητική της
performance, η ιέρεια της σύχρονης τέχνης παρέμεινε για τρεις μήνες απαθής σε
μια καρέκλα. Για 7.30 ώρες τη μέρα καθόταν ακίνητη, χωρίς να έχει το δικαίωμα
να πιει, να φάει ή να κάνει οτιδήποτε, και οι επισκέπτες μπορούσαν να καθίσουν
απέναντί της σιωπηλοί για ένα λεπτό. 750 χιλιάδες άνθρωποι χάθηκαν στο βλέμμα
της. Ανάμεσά τους, χωρίς εκείνη να το γνωρίζει, ήταν και ο Ulay... / ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΚΡΟΥΣ
http://www.athensvoice.gr/
Επί ένα μήνα, 750 χιλιάδες άνθρωποι κάθισαν μπροστά της και
χάθηκαν στο βλέμμα της 63χρονης «γιαγιάς της περφόρμανς».
Ο επισκέπτης μπορεί να καθίσει απέναντί της και να μείνει
όση ώρα αντέχει . Ωστόσο, κανείς δεν
αντέχει για πολύ να την κοιτά στα μάτια. Οι περισσότεροι φεύγουν γρήγορα,
κάποιοι κλαίνε, λες και αυτή η γυναίκα, εκτός από πρωθιέρεια της σύγχρονης
τέχνης και των performances, είναι και μια ιέρεια της ζωής που επιβάλλει
σκέψεις, ανοίγματα ψυχής, καταστάσεις συναισθηματικές.
“Φαίνεται απλο να είσαι σε ένα αίθριο και να κάθεσαι σε μια
καρέκλα (σ.σ. αναφορά στην performance Τhe Artist is Present, στη διάρκειά της
οποίας η Αμπράμοβιτς καθόταν σε μια καρέκλα ακίνητη επί επτάμισι ώρες κάθε
μέρα, ενώ όποιος επιθυμούσε από το κοινό μπορούσε να καθίσει απέναντί της για
ένα διάλογο με τα μάτια). Ομως, δεν είναι έτσι. Είναι πολύ δύσκολο, πρέπει να
είσαι σαν βουνό, σε μια κατάσταση αταραξίας στη μέση της κόλασης. Πρέπει να
είμαι στη σωστή πνευματική κατάσταση για να γίνει αυτό. Ο καλλιτέχνης πρέπει να
είναι πολεμιστής. Πρέπει να έχει την αποφασιστικότητα, πρέπει να έχει την
αντοχή, για να κατακτήσει όχι μόνο νέα εδάφη, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του.
Υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι έρχονται και κάθονται
απέναντί μου. Μερικοί είναι θυμωμένοι, μερικοί περίεργοι και θέλουν να δουν τι
συμβαίνει, μερικοί είναι εξαιρετικά ανοιχτοί, και μπορείς να αισθανθείς
απίστευτο πόνο. Κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους πονάνε πολύ”.
-Νιώθω σαν τη Μαρία Αντουανέτα που πάει για να της κόψουν το
κεφάλι.
-Το κοινό ειναι σαν ένα σκυλί: Μπορεί να νιώσει την
ανασφάλεια, το φόβο, το ότι δεν είσαι εκεί.
-Μπορεί να φτάσεις σε ένα σημείο της καριέρας σου όπου σε
λατρεύουν, έχεις λεφτά και είσαι διάσημος. Ομως, δεν είναι αυτός ο σκοπός της
τέχνης. Είναι απλώς μια παρενέργεια, ένα υποπροϊόν.
“Τη δεκαετία του '70, πήραμε την ακραία απόφαση με τον Ulay
να ζούμε μέσα στο αυτοκίνητο, γιατί δεν χρειάζεται να πληρώνεις λογαριασμό
ηλεκτρικού ούτε ενοίκιο. Και τότε δεν είχαμε καθόλου χρήματα και το μόνο που
θέλαμε να κάνουμε ήταν performances. Πήγαμε στην εξοχή, ζήσαμε με τους βοσκούς,
αρμέξαμε κατσίκες, πηγαίναμε με ένα άδειο μπουκάλι εμφιαλωμένου νερού να
δανειστούμε βενζίνη. Ξέρω όλα τα βενζινάδικα της Ευρώπης. Και τώρα μου ραγίζει
η καρδιά όταν βλέπω αυτό το αυτοκίνητο. Πόση πίστη, ελπίδα και αθωότητα είχε η
ζωή μας τότε... Ηταν μια απίστευτα ευτυχισμένη περίοδος. Είχα όλα όσα ήθελα.
Ημουν με τον άντρα που αγαπούσα, ήμασταν ακραίοι, δεν συμβιβαζόμασταν...”
«Δεν αγαπώ τον πόνο καθόλου. Ο λόγος που μπήκα σε αυτή τη
διαδικασία δεν ήταν για να ευχαριστηθώ, αλλά για να βρεθώ στο σημείο που η
απελευθέρωση από τον πόνο σε μυεί στο νόημα και στον πλούτο του πνευματικού
κόσμου».
Από
τις αρχές της δεκαετίας του ’70 η Marina Abramović πρωτοστάτησε στη χρήση της
performance ως μορφή εικαστικής τέχνης. Το σώμα της ήταν πάντοτε το μέσον και
το αντικείμενο. Εξερευνώντας τα φυσικά και πνευματικά όρια της ύπαρξής της,
έχει υποβάλλει τον εαυτό της σε δοκιμασίες πόνου, στέρησης, κινδύνου,
προσπαθώντας να μεταφερθεί σε ακραίες και μοναδικές καταστάσεις συναισθηματικής
και πνευματικής εμπειρίας.
H Marina Abramovic προσέγγισε την καλλιτεχνική δημιουργία
μέσα από μια σειρά δράσεων, με πρωταγωνίστρια την ίδια, οι οποίες ξεχωρίζουν
για τη σκληρότητα και τη βιαιότητά τους αλλά και για το βαθιά πνευματικό τους
περιεχόμενο και τους κοινωνικούς προβληματισμούς που αγγίζουν.
Για να εκφράσει τη σύζευξη του σώματος και της ψυχής και να
μεταδώσει στο θεατή την εμπειρία της πνευματικής αντοχής στη σωματική
καταπόνηση, δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει το ίδιο της το σώμα: να
αυτομαστιγωθεί, να χαρακωθεί με μαχαίρι, να πάρει ψυχοφάρμακα, να ξαπλώσει
ανάμεσα σε φλόγες ή να γυμνωθεί πάνω σε πάγο, παρουσία του κοινού.
Μέσα από αυτές τις σωματικές διαδικασίες, ανιχνεύει τα όρια
της σωματικής αντοχής και διευρύνει τις πνευματικές και τις ψυχικές ικανότητες.
Έτσι, το σώμα γίνεται καλλιτεχνικό μέσο της εξερεύνησης του υποσυνειδήτου και
οδηγεί στην ψυχική λύτρωση, στη μεταφορά σε ανώτερα ενεργειακά επίπεδα και στον
εσωτερικό διαλογισμό. Το κοινό καλείται να συμμετάσχει, να απελευθερωθεί από
τις κοινωνικές προκαταλήψεις και να βιώσει την ψυχική υπέρβαση μέσα από τα
συναισθήματα που προκαλούν οι παραστάσεις της.
Συνέντευξη στη Μαργαρίτα Πουρνάρα «Καθημερινή» 23/9/2007
- Τι θα παρουσιάσετε στην Αθήνα;
- Θα δείξω στο ελληνικό κοινό μια μείξη από παλιά και νέα
έργα σε μια έκθεση με τίτλο «Present Past Present». Συμπίπτει με μια περίοδο
που εξετάζω ό,τι έχω κάνει στη ζωή μου με φρέσκια ματιά. Δεν θα πραγματοποιήσω
περφόρμανς. Άλλαξε και η προσέγγιση στη δουλειά μου. Κάνω δράσεις πολύ
μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας πια. Η τελευταία κράτησε πολλές συνεχόμενες
ημέρες, που δεν έχει καμία σχέση με σόου στα εγκαίνια. Στην Αθήνα θα δείξω
βίντεο, τεκμηρίωση και μαγνητοσκοπημένες περφόρμανς.
- Έχετε πει ότι αγαπάτε την Ελλάδα, διότι σας θυμίζει την
πατρίδα σας, τη Σερβία, αλλά χωρίς πόνο.
- Είναι αλήθεια. Είμαστε κοντά ψυχολογικά. Η θρησκεία, το
φαγητό, η τάση να δραματοποιούμε τα πάντα. Έχω κάνει έργα που μιλάω για τον
πόνο που νιώθω για την πατρίδα μου, όπως εκείνο που βραβεύτηκε στην Μπιενάλε
Βενετίας το 1997 με τίτλο «Balkan Baroque», όπου έπλενα για ημέρες κόκαλα ζώων,
θρηνώντας. Αν δείτε το έργο σήμερα, θα μπορούσε να αφορά οποιαδήποτε χώρα στον
κόσμο που αντιμετωπίζει μια πολεμική σύρραξη. Η Γκερνίκα δεν είναι ισπανική
αλλά διαχρονική και παγκόσμια. Ο χρόνος κρίνει τις καλλιτεχνικές δημιουργίες με
αυτό το μέτρο: πώς στέκονται στο μέλλον, ποιο είναι το εκτόπισμά τους;
- Σας αρέσει να είσαστε άπατρις και να ζείτε σαν νομάς;
- Μου αρέσουν πολύ τα αεροπλάνα και τα δωμάτια ξενοδοχείου.
Τόπος κατοικίας μου είναι ο πλανήτης. Μπορεί να έχω σπίτι στο Άμστερνταμ εδώ και
30 χρόνια, αλλά έχω περάσει εκεί μονάχα 8 μήνες. Πάω όπου η δουλειά μου με
πάει. Το ταξίδι είναι ο τόπος μου, η πραγματικότητά μου. Είναι ωραίο να είσαι
άπατρις, να μην έχεις την αίσθηση της οικίας αλλά του μετεωρισμού και της
περιπλάνησης. Άλλοι το θεωρούν χαοτικό, αλλά εγώ πιστεύω ότι μπορεί να είναι
εξαιρετικά αφυπνιστικό και δημιουργικό. Νομίζω ότι τα περισσότερα προβλήματα
των ανθρώπων ξεκινούν διότι παίρνουμε πολλά πράγματα ως δεδομένα και είμαστε
υπάκουοι (ή ανυπάκουοι) σε μια σειρά από κανόνες που μας υπαγορεύει η
μακροχρόνια παραμονή μας σε ένα μέρος.
- Πώς θα ορίζατε σήμερα τον χαρισματικό περφόρμερ;
Εφευρετικό, τολμηρό, πολιτικά συνειδητοποιημένο;
- Ο ρόλος που πρέπει να έχουν οι καλλιτέχνες στην κοινωνία
δεν έχει αλλάξει από τον καιρό του Μιχαήλ Αγγέλου. Πρέπει να πειραματίζονται,
να θέτουν ερωτήματα, να είναι ειλικρινείς μέσα από τη δουλειά τους και κυρίως
να είναι πομποί μηνυμάτων, που μπορούν να αφυπνίσουν το κοινό και να ανυψώσουν
το πνεύμα. Στις ημέρες μας ακούμε περισσότερο για την εμπορευματοποίηση στην
τέχνη. Σε κάθε εποχή υπήρχαν καλλιτέχνες που πίστευαν ότι η καταξίωση είναι
χρήμα και φήμη. Έλεγα στους φοιτητές μου ότι αν έχουν αυτό τον στόχο τότε να
παρατήσουν τη Σχολή Καλών Τεχνών την επόμενη ημέρα. Με τέτοιες προτεραιότητες
δεν υπάρχει περίπτωση να βρεις το νόημα της τέχνης. Οι πραγματικοί καλλιτέχνες
δεν δίνουν δεκάρα για τέτοια. Έχουν μέσα τους έναν πυρετό που τους κατακαίγει,
πάθος. Η τέχνη είναι σαν την αναπνοή. Σκέφτεσαι ποτέ αν πρέπει να αναπνεύσεις;
- Ποια είναι η πιο σημαντική περφόρμανς που έχετε κάνει;
- Δεν μπορώ να τις ξεχωρίσω. Ποτέ δεν καταπιάνομαι με το
παρελθόν, αλλά με το μέλλον. Τώρα κάνω εν γένει έναν απολογισμό αφότου πέθανε η
μητέρα μου. Ξέρετε, ο άνθρωπος ενηλικιώνεται όταν πια έχει χάσει και τους δύο
γονείς.
- Ποια ήταν η σχέση σας μαζί της; Τι σας έλεγε για τις
περφόρμανς όπου συχνά έχετε διακινδυνεύσει τη ζωή σας;
- Πάντα είχαμε δυσκολία στην επικοινωνία. Η μητέρα μου ήταν
ηρωίδα πολέμου (αν και ποτέ δεν μιλούσε για εκείνη την περίοδο) και όταν χώρισε
με τον πατέρα μου, μας είχε επιβάλει σπίτι κάτι σαν στρατιωτικό νόμο. Μέχρι και
τα 29 μου χρόνια που μέναμε μαζί, έκανα τις πιο ακραίες περφόρμανς, όπου έκαιγα
και πετσόκοβα το σώμα μου αλλά ήμουν στο σπίτι στις 10.30 το βράδυ. Όσο και αν
ακούγεται τρελό, με δίδαξε την πειθαρχία και την αυτοκυριαρχία. Δεν θα μπορούσα
να είχα κάνει τίποτα αν δεν είχα αυτά τα δύο στοιχεία. Με τον καιρό ήταν
υπερήφανη για μένα. Την καταλαβαίνω πάντως. Έπρεπε να αποδεχθεί ότι το παιδί
της δεν είναι σαν όλα τ’ άλλα.
- Ποια είναι η αίσθηση της οικογένειας στα Βαλκάνια;
- Πολύ πιο συναισθηματική. Σκέφτεστε ποτέ να πετάξετε τη
γιαγιά σας σε έναν οίκο ευγηρίας; Ευτυχώς έχουμε μιαν αίσθηση παλιομοδίτικης
ηθικής στον καιρό της παγκοσμιοποίησης. Εμείς ζούμε συχνά μέσα στη
δραματοποίηση. Οι Βορειοευρωπαίοι και οι Αμερικανοί ζουν μέσα στην κατάθλιψη.
Oι οικογένειες το ίδιο.
- Γιατί επιδιώκατε να πηγαίνετε τον εαυτό σας στα άκρα των
αντοχών σας;
- Είναι και αυτό ένα κομμάτι που ήθελα να διερευνήσω σε
μένα. Τις περισσότερες φορές προσπαθούμε να κάνουμε πράγματα που μας αρέσουν.
Κάνοντάς τα όμως παραμένουμε ίδιοι.
Όταν όμως κληθούμε να αντιμετωπίσουμε κάτι
εξαιρετικά δύσκολο όπως έναν θάνατο, μια ανίατη ασθένεια, ένα ατύχημα, τότε
βλέπουμε να αναδύεται μια διαφορετική μας πτυχή. Τότε αλλάζουμε πραγματικά και
βαθιά. Τι να την κάνεις την ευτυχία; Δεν έχει τίποτα να σου μάθει. Ο πόνος, η
δυσκολία, το εμπόδιο, αντιθέτως, σε μεταβάλλει, σε διδάσκει ποιος είσαι,
ενδεχομένως να σε δυναμώνει ή να σε κάνει και καλύτερο. Κυρίως σου δίνει να
καταλάβεις τη φοβερή αξία τού «εδώ» και του «τώρα». Στις δυστυχισμένες στιγμές
είμαστε παρόντες στη ζωή μας.
- Θέλετε να πείτε ότι συχνά απουσιάζουμε από τη ζωή μας;
- Ξέρετε από τι πάσχουμε σήμερα; Τρέχουμε στη δουλειά μας,
βλέπουμε τηλεόραση με τις ώρες, ερωτευόμαστε. Είναι σαν να κρατάμε ένα
τηλεκοντρόλ και αλλάζουμε κάθε τόσο κανάλι. Δεν έχουμε καθίσει ποτέ να δούμε
σοβαρά τον εαυτό μας και τις ανάγκες του. Η ζωή μας είναι ένα ζάπινγκ και δεν
το έχουμε αντιληφθεί καθόλου. Δεν τη ζούμε, την καταναλώνουμε. Είναι σαν να
μπαίνουμε στο πετσί κάποιου άλλου. Πολλές φορές μέσα από τις περφόρμανς
αντιλαμβάνομαι ότι γίνομαι ο καθρέπτης του κοινού. Πόσο συχνά όμως γινόμαστε ο
δικός μας καθρέπτης; Χρειάζεται χρόνος και τεράστια αφοσίωση για να δούμε ποιοι
είμαστε πραγματικά. Αυτός είναι και ο λόγος που στις τελευταίες μου περφόρμανς
δίνω τόσο μεγάλη έμφαση στο θέμα του χρόνου. Διαρκούν ώρες, μέρες, εβδομάδες,
σε έναν κόσμο που έχει μάθει να λειτουργεί μέσα στα 30 δευτερόλεπτα ενός
διαφημιστικού σποτ.
- Από πού παίρνετε τις ιδέες σας;
- Δεν πιστεύω καθόλου πως ο καλλιτέχνης πρέπει να δουλεύει
σε εργαστήριο. Τι είμαστε, γραφειοκράτες; Δεν γίνονται ωραία έργα κάθε μέρα και
είσαι τυχερός αν κάνεις μερικά καλά στη ζωή σου. Πρέπει να κάνουμε χώρο στο
μυαλό ώστε να έρθει η καινούργια ιδέα. Πολλές εμπνεύσεις μου έρχονται την ώρα που
πίνω καφέ κοιτάζοντας το κενό ή ποτίζω τα λουλούδια. Το να μην κάνεις τίποτα
είναι εποικοδομητικό.
- Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε συνέχεια σε μεγάλες εκθέσεις
έργα γεμάτα σκληρότητα ή κυνισμό. Πώς σας φαίνονται;
- Στην τηλεόραση σήμερα λίγο μετά από πραγματικά πλάνα
πολεμικών συγκρούσεων βλέπουμε ταινίες. Είναι τόσο πολλά τα κακά νέα, που το να
θρηνείς και να στενοχωριέσαι μοιάζει με πολυτέλεια. Δείτε τις συγκρούσεις στο
Ιράκ. Είναι σαν να έχουν γίνει σε κάποιο χολιγουντιανό στούντιο. Στο ΜΤV ή στις
διαφημίσεις επώνυμων τζιν θα βρείτε την εικονογραφία από τις περφόρμανς που
κάναμε το 1970. Τότε το να κόβεσαι ή να τρυπιέσαι ήταν κάτι αυθεντικό. Σήμερα
είναι lifestyle, μόδα. Το σοκ δεν είναι αρκετό αν δεν μπορείς να συγκινήσεις
τον άλλον. Το ζητούμενο, όμως, δεν είναι ούτε να τρομάξεις τον θεατή, αλλά να
τον βοηθήσεις να συναισθανθεί την πνευματικότητα, να γίνει καλύτερος. Να τον
κάνεις να νιώσει μέρος του έργου. Ο Μπρους Νάουμαν έλεγε ότι η τέχνη πρέπει να
μιλάει για τη ζωή και τον θάνατο. Ακούγεται μελοδραματικό αλλά αυτό είναι. Αν
κάνεις ένα έργο τέχνης με τέτοια ορμή, δύναμη και ευθύνη σαν να είναι η
τελευταία ημέρα της ζωής σου, τότε, ναι, μπορείς να συγκινήσεις…
Συνέντευξη στον Γιώργο Καρουζάκη «Ελευθεροτυπία 22/9/2007» :
Το έργο της, τολμηρό και βίαιο, ανιχνεύει τα όρια της
συνείδησης, κινείται σε ευαίσθητες ψυχικές περιοχές αναζητώντας, πάντοτε, την
πνευματική ανάταση και την αφύπνιση του κοινού. Εργαλείο της τέχνης της είναι
το ίδιο της το σώμα. Είναι η γυναίκα που χάραξε με ξυράφι κόκκινα αστέρια στο
σώμα της, περπάτησε επί μήνες στο Σινικό Τείχος, έμεινε νηστική για μέρες,
βούρτσισε τα μαλλιά της επίμονα μέχρι να πέσουν, εκάθησε αιματοβαμμένη σ’ ένα
σωρό από κόκαλα για να υπενθυμίσει τη φρίκη του πολέμου. «Κρατήστε μου λίγο
αθηναϊκό ήλιο», είπε στην τηλεφωνική μας επικοινωνία. Βρισκόταν στη βροχερή Νέα
Υόρκη.
- Αισθάνεστε σαν «γιαγιά της περφόμανς», όπως είχατε δηλώσει
παλιότερα;
«Έκανα αυτή τη δήλωση σε μια στιγμή που ένιωθα πρωτοπόρος
και βετεράνος του είδους. Όταν ξεκινούσα τη δεκαετία του ,70 ελάχιστοι
καλλιτέχνες ασχολούνταν με την περφόρμανς. Παρόμοιες αναζητήσεις δεν ενδιέφεραν
καθόλου τους εκπροσώπους της καθιερωμένης τέχνης».
-Τι άλλαξε από τότε;
«Πάρα πολλά. Πρώτ’ απ’ όλα οι κοινωνικές συνθήκες. Η
περφόρμανς ήρθε σαν συνέχεια της μίνιμαλ τέχνης. Επίσης οι δράσεις του
κινήματος Φλούξους και τα Χάπενινγκς διέφεραν ουσιαστικά από την περφόρμανς
επειδή ακολουθούσαν κανόνες και το κοινό μπορούσε να παρέμβει και ν’αλλάξει τη
φύση της εικαστικής πράξης. Η περφόρμανς επέστρεψε τους καλλιτέχνες στο ίδιο
τους το σώμα, το οποίο άρχισε να αποκτά τη σημασία εργαλείου, αντικειμένου αλλά
και θέματος υπό διερεύνηση. Στο τέλος, όμως, της δεκαετίας του ,70 το
ενδιαφέρον για την περφόρμανς άρχισε να εξαντλείται. Κυρίως μετά τις πιέσεις
της αγοράς, όταν οι ντίλερ και οι γκαλερίστες παραπονούνταν ότι δεν είχαν τι να
πουλήσουν. Η περφόρμανς, βλέπετε, είναι ένα αρκετά εφήμερο είδος τέχνης και οι
βιντεοσκοπήσεις εκείνης της εποχής ήταν ακόμα πολύ κακής ποιότητας για να την
αποτυπώσουν. Οι καλλιτέχνες, αντιμετωπίζοντας προβλήματα επιβίωσης, υπέκυψαν
στις πιέσεις. Είχα περάσει κι εγώ τότε μια πολύ δύσκολη περίοδο, ήταν αδύνατον
όμως να επιστρέψω στη ζωγραφική ή τη γλυπτική. Στα τέλη της δεκαετίας του ,80
το ενδιαφέρον για την περφόρμανς ζωήρεψε κυρίως στα κλαμπ και στην γκέι
κοινότητα, ενώ στη δεκαετία του ‘90 ο ισχυρός φόβος του θανάτου με την εμφάνιση
του AIDS έστρεψε το ενδιαφέρον αρκετών καλλιτεχνών στη “συνείδηση” του σώματος.
Σήμερα διαφορετικές εκδοχές του είδους εντοπίζονται σε βίντεο εγκαταστάσεις,
στο θέατρο, στο χορό, στην αισθητική του MTV, στο Ιντερνετ. Το κοινό εμπλέκεται
διαρκώς σε ανάλογες αναζητήσεις. Τελικά η περφόρμανς είναι ένα ζωντανό, διαρκώς
μεταβαλλόμενο μέσο».
-Ποιες θεωρείτε τις πιο δυνατές performances της πορείας
σας;
«Αυτό το ερώτημα επιχειρεί να απαντήσει και η έκθεσή μου
στην Αθήνα. Δεν είναι όλες οι δουλειές ενός καλλιτέχνη το ίδιο σημαντικές, ενώ
κατά καιρούς επαναπροσδιορίζεται η αξία τους. Οι performances που επανέρχονται
διαρκώς στο μυαλό μου είναι εκείνες που έκανα με τον πρώην σύντροφο μου, τον
Ουλάι. Ιδιαιτέρως η τρίμηνη πεζοπορία μας στο Σινικό Τείχος πριν χωρίσουμε
οριστικά, το “Balkan Baroque”, έργο στο οποίο διαπραγματεύτηκα την ιστορία του
πολέμου με αφορμή την τραγωδία της πατρίδας μου, και το πρόσφατο “Seven easy
pieces” με την αναβίωση παλαιότερων έργων για το Μουσείο Γκουγκενχάιμ της Νέας
Υόρκης. Πρόκειται για την αναβίωση δύο δικών μου performances και παλαιότερων
που σημάδεψαν την ιστορία του είδους: “Body Pressure” του Μπρους Νάουμαν,
“Seedbed” του Vito Acconci και “How to explain pictures to a dead Hare” του
Γιόζεφ Μπόις κ.ά. Θεωρώ ότι η αναβίωση μιας περφόρμανς είναι ο μόνος τρόπος να
τη διατηρήσεις στη ζωή, η μνήμη και η βιντεοσκόπηση δεν αρκούν».
-Αναφερθήκατε στο «Balkan Baroque», ένα συγκλονιστικό,
αντιπολεμικό έργο. Αρκετοί σάς θυμούνται ακόμα να κάθεστε αιματοβαμμένη,
ανάμεσα σε σωρούς από κόκαλα και να προσπαθείτε να ξεπλυθείτε από το αίμα…
«Κάθε καλλιτέχνης νιώθει τυχερός τη στιγμή που μπορεί να
συναντηθεί και να εμπλακεί με το κοινό. Η δύναμη αυτού του έργου δεν είναι η
προφανής πολιτική του διάσταση. Δεν θεωρώ ότι κάνω πολιτική, φεμινιστική ή
οποιασδήποτε άλλης κατηγορίας τέχνη. Το “Balkan Baroque” είχε εκκίνηση τον
πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία αλλά εξελίχθηκε ώστε να αφορά κάθε τραγωδία του
πλανήτη. Μου έρχεται στο μυαλό ένα κριτικό σχόλιο της Σούζαν Σόντανγκ για τον
τρόπο που οι Αμερικανοί αντέδρασαν στην επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου. “Γιατί η
ζωή των Αμερικανών να είναι σημαντικότερη από τις ζωές των πολιτών άλλων χωρών;
Παντού, κάθε λεπτό στον κόσμο, υπάρχει μια 11η Σεπτεμβρίου”, έλεγε. Κι εγώ
ξεκίνησα από ένα βαθύ προσωπικό κίνητρο για να δημιουργήσω ένα οικουμενικό
έργο. Οσο πιο βαθιά καταδύεσαι στον εαυτό σου, όσο πιο ειλικρινής και αληθινός
είσαι τόσο περισσότερους ανθρώπους αγγίζεις. Αυτή είναι και η δύναμη της
τέχνης, να συγκινεί και να ανυψώνει το πνεύμα».
-Από ποιες
πνευματικές ή καλλιτεχνικές «πηγές» αντλήσατε;
«Ποτέ δεν εμπνεύστηκα από άλλον καλλιτέχνη. Δεν με ενδιέφερε
ποτέ η τέχνη από δεύτερο χέρι. Ταξίδεψα σε απομακρυσμένες περιοχές του πλανήτη,
στη Νέα Γουινέα και αλλού. Εμπνεύστηκα από τη ζωή και τα τελετουργικά διαφόρων
φυλών, τους Αβορίγινες και τους Θιβετιανιούς. Άντλησα από τους πολιτισμούς εκείνους,
που ορισμένοι επειδή δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν θέλησαν απλώς να τους
αφανίσουν με τη βία».
-Μπορεί τελικά η τέχνη να επηρεάσει τις ζωές των ανθρώπων;
«Το κοινό της σύγχρονης τέχνης είναι κουρασμένο από την
πληθώρα εικαστικών γεγονότων. Η τέχνη αντιμετωπίζεται ξεκάθαρα ως καταναλωτικό
προϊόν. Φέτος, για παράδειγμα, ο κόσμος της τέχνης τρέχει ασταμάτητα από την
Μπιενάλε της Βενετίας στην “Ντοκουμέντα” στο Κάσελ, στο Μίνστερ και μετά στις
Μπιενάλε Κωνσταντινούπολης, Αθήνας και Λυών. Θεωρώ ότι οι καλλιτέχνες είναι
αδύνατο να δημιουργήσουν σημαντικά έργα σε όλες αυτές τις διοργανώσεις και σε
τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Επιπλέον βομβαρδιζόμαστε συνεχώς με εικόνες από
την τηλεόραση, το Ιντερνετ, από παντού. Είμαστε ανίκανοι να αντιδράσουμε πια
στο θάνατο και στην τραγωδία. Σε αυτό τον καταιγισμό εικόνων πρέπει να υπάρχουν
έργα που να μπορούν να σε ταρακουνήσουν με το βαθύ, συναισθηματικό τρόπο που η
τέχνη θα όφειλε να έχει. Οι καλλιτέχνες πρέπει να είναι σε εγρήγορση, όπως
βεβαίως και το κοινό προκειμένου να δημιουργηθεί αυτή η “χημική” ένωση που θα
απογειώσει το έργο τέχνης».
-Μεγαλώσατε σ’ ένα αυστηρό, στρατιωτικό οικογενειακό
περιβάλλον. Πόσο επηρέασε την τέχνη σας;
«Πέρασα μια περίοδο ισχυρής αντίδρασης σε αυτό, θέλοντας να
απελευθερωθώ από την επιρροή της οικογένειάς μου. Σήμερα ευγνωμονώ τους γονείς
μου για την ανατροφή που μου έδωσαν. Το είδος της τέχνης μου απαιτεί τεράστια
ψυχική δύναμη και πειθαρχία. Ιδιαιτέρως όταν καλείσαι να μείνεις εφτά ώρες
ακίνητος χωρίς να κουνήσεις ούτε ένα βλέφαρο ή σε μια κατάσταση που δεν
αισθάνεσαι τον πόνο».
-Πώς θα περιγράφατε την πνευματική και την ψυχική σας
κατάσταση τη στιγμή μιας δύσκολης περφόρμανς;
«Είσαι πομπός και δέκτης την ίδια στιγμή. Αισθάνεσαι σχεδόν
σωματικά το κάθε άτομο που βρίσκεται στην αίθουσα. Λαμβάνεις τα αισθήματα του
κόσμου, τα ανακυκλώνεις εντός σου και τα επιστρέφεις. Η διαδικασία σε εφοδιάζει
με ενέργεια πολλαπλάσια από αυτή που διαθέτεις στην κανονική ζωή. Έχεις τη
δυνατότητα να συνεπάρεις το κοινό και να το μεταφέρεις σ’ ένα χώρο που ο χρόνος
μοιάζει ακινητοποιημένος. Είσαι ταυτόχρονα ένα αδειανό και γεμάτο δοχείο».
.