Η ζωή είναι μια πηγή απόλαυσης·
εκεί όμως που από την ίδια πηγή πίνει κι ο όχλος τα πηγάδια δηλητηριάζονται.
Εγώ αγαπώ το κάθε τι που είναι καθαρό·
αλλά δε μ’ αρέσει να βλέπω τα μισάνοιχτα στόματα και τη δίψα των βρωμερών.
Ρίχνουν τη ματιά τους κάτω στο πηγάδι:
και τώρα τ’ απωθητικό τους χαμόγελο αντανακλά πάνω μου μεσ’ από το πηγάδι.
Έχουν δηλητηριάσει το αγιασμένο νερό με την ηδονοφιλία τους,
κι όταν αποκαλούν τα βρώμικα όνειρα τους “ηδονή”, δηλητηριάζουν ακόμη και τις λέξεις ...
Η φλόγα είν’ απρόθυμη να τιναχτεί όταν βάζουν την υγρή καρδιά τους πάνω στη φωτιά·
το ίδιο το πνεύμα βράζει και καπνίζει όταν το πλήθος του όχλου πλησιάζει τη φωτιά.
Το φρούτο αρωσταίνει, σαπίζει κι ανοστίζει στα χέρια τους:
και το δέντρο με τον καρπό κλονίζεται και μαραίνεται απ’ την κορφή του,
κάτω απ’ το βλέμμα τους.
Και πολλοί απ’ αυτούς που αποστράφηκαν τη ζωή, αποστράφηκαν μονάχα τον όχλο:
δεν ήθελαν να μοιραστούν το πηγάδι και τη φλόγα και το φρούτο του δέντρου, με τον όχλο.
Και πολλοί απ’ αυτούς που πήγαν στην έρημο κι υπόφεραν τη δίψα μαζί με τ’ άγρια ζώα,
το κάναν μόνο και μόνο επειδή δεν ήθελαν να κάθουνται
γύρω απ’ τη στέρνα με τους βρωμερούς καμηλιέρηδες.
Και πολλοί απ’ αυτούς που γύρισαν
σαν τους χαλαστές και σαν ορμητικό χαλάζι σ’ όλους τους φρουτόκηπους,
ήθελαν μονάχα να πατήσουν πόδι στις μασέλες του όχλου και να του φράξουν το λαρύγγι.
Και να ξέρεις πως η ίδια η ζωή τη χρειάζεται την εχθρότητα και το θάνατο και το μαρτύριο.
Δεν είναι αυτό που σε στεναχωρεί τόσο πολύ, όσο ο όχλος.
Κι έστρεψα την πλάτη μου στους ηγεμόνες,
όταν είδα τι είναι αυτό που τώρα αποκαλούν εξουσία τους:
το να παζαρεύουν και να εμπορεύονται τη δύναμη με τον όχλο!
Έζησα με φραγμένα τ’ αυτιά ανάμεσα σε λαούς με ξένη γλώσσα:
για να μείνει ξένη για μένα η γλώσσα τους των παζαριών και της εμπορίας για την εξουσία.
Και πέρασα μεσ’ από όλο το χτες και το σήμερα,
κακοδιάθετος και με φραγμένη τη μύτη μου:
αληθινά σας λέω όλο το χτες και το σήμερα βρωμούν άσχημα μεσ’ από τον όχλο των κακογράφων!
Σαν τον ανάπηρο που τυφλώθηκε, κουφάθηκε και βουβάθηκε:
έτσι έζησα για ένα μεγάλο διάστημα,
για να μη ζήσω μαζί με τον όχλο των γραφιάδων,
τον όχλο των ηδονόφιλων και των εμπόρων της εξουσίας.
Ωστόσο, τι μου συνέβηκε?
Πως κατάφερα ν’ απελευθερωθώ από την αηδία?
Ποιος ξανάνιωσε τα μάτια μου?
Πως μπόρεσα να πετάξω στα ύψη όπου ο όχλος δεν κάθεται πια τριγύρω στα πηγάδια?
Μήπως η ίδια η αηδία έφτιαξε φτερά και δυνάμεις μαγικές μέσ’ από τις πηγές που ξεπήδησαν για μένα?
Αληθινά σας λέω,
έπρεπε να πετάξω όσο γινόταν πιο ψηλά για να βρω και πάλι την πηγή της απόλαυσης!
Ω, την έχω βρει πια αδελφοί μου!
Εδώ στ’ απώτατα ύψη, η πηγή της χαράς και της απόλαυσης ξεπήδησε για μένα!
Κι εδώ υπάρχει μια ζωή όπου κανένας όχλος δε μπορεί να πιει μαζί με μένα!
Χτίζουμε τη φωλιά μας στο δέντρο που το λένε Μέλλον·
οι αετοί θα φέρνουν σε μας τους μοναχικούς, τροφή στα ράμφη τους!
Αληθινά σας λέω, τροφή που κανένας ακάθαρτος άνθρωπος δεν θα μπορεί να την αγγίξει!
Γιατί θα νόμιζαν ότι τρώνε φωτιά που καίει τα στόματα τους!
Αληθινά σας λέω, δεν προετοιμάζουμε εδώ πέρα ένα σπιτικό γι’ ακάθαρτους ανθρώπους!
Τα σώματα και τα πνεύματα τους, θ’ αποκαλούν την ευτυχία μας μια σπηλιά από πάγο!
Γι αυτό, ας ζήσουμε πάνω από αυτούς σαν δυνατοί άνεμοι,
γείτονες των αετών, γείτονες του χιονιού, γείτονες του ήλιου:
έτσι είναι που ζει ο δυνατός άνεμος.
Νιτσε, Ταδε εφη Ζαρατουστρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου