Η εξουσία και η ηθική είναι έννοιες αλληλο-αποκλειόμενες.
Η εξουσία είναι πάντοτε ταυτόσημη με την κατάχρηση και τη διαφθορά.
«η θρησκεία είναι η επονείδιστη αρρώστια της ανθρωπότητας, η πολιτική είναι ο καρκίνος της».
Η έμμεση δήθεν «δημοκρατία» αποτελεί πλήρη αναίρεση και ριζική άρνηση της δημοκρατίας
«Δεν είμαι τόσο ατάλαντος ώστε να ασχοληθώ με την πολιτική».
Έμμεση «δημοκρατία» και Άμεση κλεπτοκρατία
Του Κλεάνθη Γρίβα
«Είναι πουτάνας γιος, αλλά είναι δικός μας».
Πρόεδρος Τρούμαν για τον δικτάτορα της Νικαράγουα Σομόζα
Εξουσία ίσον διαφθορά
Υπήρχε, υπάρχει ή θα μπορούσε να υπάρχει «έντιμη εξουσία»; Αναμφίβολα, όχι. Η εξουσία είναι πάντοτε ταυτόσημη με τη διαφθορά και ασκείται προς ίδιον όφελος των (κατά κανόνα, ανεπάγγελτων) επαγγελματιών πολιτικών που τη διαχειρίζονται.
Από τα ομηρικά έπη μέχρι τις μέρες μας, η εξουσία εμφανίζεται συνώνυμη με την κατάχρηση και τη διαφθορά. Κι όσο πιο ισχυρή είναι η εξουσία τόσο πιο αχαλίνωτη είναι η κατάχρηση και η διαφθορά που εμπεριέχει.
• Στην «Οδύσσεια», η εξουσία είναι η μυθική Κίρκη που μεταμορφώνει τους λεγόμενους «πολιτικούς άνδρες», με τη μέθη της αρχομανίας («φάρμακα λυγρά») και τη δύναμη της υπεροχής («ράβδω πεπληγυία») σε χοίρους γρυλλίζοντες. (Κ. Σιμόπουλος: Η διαφθορά της εξουσίας, σ. 59).
• Κατά τον Αριστοτέλη, η πολιτική διαφθορά δεν είναι ιδιότητα του ατόμου, ένα φυσικό ελάττωμα, αλλά χαρακτηριστικό της εξουσίας, οποιασδήποτε εξουσίας, και παρεπόμενο των αξιωμάτων. (Πολιτικά, 1308b, 14)
• Κατά τον μεγάλο ανατόμο της εξουσίας Σαίξπηρ: «Έχεις δει μαντρόσκυλο να γαυγίζει ζητιάνο και να τρέχει ο φουκαράς κι ο σκύλος να τον κυνηγάει; Ε, τότε είδες την επίσημη εικόνα της εξουσίας… Ντύσε το έγκλημα με χρυσό θώρακα και θα σπάσει η σκληρή λόγχη του νόμου χωρίς να τον πειράξει. Ντύσε το με κουρέλια, κι ένας τζουτζές με άχυρο θα τον τρυπήσει». (Σαίξπηρ: Βασιλιάς Ληρ, πράξη Δ’)
• Κατά τον ποιητή Shelley, η εξουσία είναι σαν την πανούκλα «μολύνει οτιδήποτε αγγίζει».
• Κατά τον Balzac, «κάθε εξουσία είναι μια συνωμοσία διαρκείας». (Balzac: Για την Αικατερίνη των Μεδίκων)
• Κατά τον Γάλλο συγγραφέα Henry de Montherland, «δεν υπάρχει εξουσία. Υπάρχει μόνο κατάχρηση εξουσίας και τίποτα άλλο». (Ο Καρδινάλιος της Ισπανίας, Gallimard)
• Κατά τον Άγγλο πολιτικό και ιστορικό Edward Dalberg, «ανάμεσα στις αιτίες που προκαλούν τον ξεπεσμό και τη διάβρωση των ατόμων, η εξουσία είναι η πιο διηνεκής και τελεσφόρα».
Η εξουσία και η ηθική είναι έννοιες αλληλο-αποκλειόμενες με αποτέλεσμα τα πολιτικά αξιώματα να συνυφαίνονται με ένα διαρκές ανήθικο «δούναι και λαβείν».
Πολιτική
• Κατά τον Max Weber, «πολιτική είναι ο αγώνας για την κατάκτηση ή τη διανομή της εξουσίας… για τη νομή των δημοσίων θέσεων». (Η πολιτική ως επάγγελμα) Ακριβώς, επειδή πρόκειται για «κατάκτηση», εκφράζεται με στρατιωτικούς όρους (προεκλογική εκστρατεία, εκλογική μάχη, μονομαχία, διαξιφισμοί, κ.α.), και διεξάγεται με πανούργα και δόλια μέσα (εξ’ ου και η χρήση των όρων πολιτικό παιχνίδι, κανόνες του παιχνιδιού, κ.α.).
• Κατά τον Paul Valery, «πολιτική είναι η τέχνη να εμποδίζεις τους ανθρώπους να ασχολούνται με ό,τι τους αφορά». (Tel Quel)
• Κατά τον Henry de Montherland, «η θρησκεία είναι η επονείδιστη αρρώστια της ανθρωπότητας, η πολιτική είναι ο καρκίνος της».
Πολιτικοί
Κατά τον Max Weber, «οι πολιτικοί διαγωνίζονται για τη νομή της εξουσίας και, κυρίως, για την εξασφάλιση και επαύξηση του πλούτου τους, ορέγονται την εξουσία για το γόητρο και τα λάφυρα που συνεπάγεται η κατοχή της και εντάσσονται σε δύο κατηγορίες: Σ’ αυτούς (τους λίγους) που ζουν για την πολιτική και σ’ αυτούς (τους πολλούς) που ζουν από την πολιτική, ανάγοντάς την σε επάγγελμα και πηγή πλούτου». (Η πολιτική ως επάγγελμα)
Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική ασκεί έλξη σε μια ορισμένη κατηγορία ανθρώπων οι οποίοι είναι, κατά κανόνα, ανεπάγγελτοι, ατάλαντοι και ανίκανοι για κάποια δημιουργική βιοποριστική δραστηριότητα, και οι οποίοι προσκολλώνται στην εξουσία αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας των προνομίων που συνεπάγεται η διαχείρισή της.
Πρόκειται για την παρασιτική τάξη των επαγγελματιών πολιτικών που είναι ειδικοί του τίποτα. Οι επαγγελματίες πολιτικοί στερούμενοι ήθους, μπορούν (άνευ αναστολών, ηθικών ή άλλων):
- Nα υπονομεύουν την κοινωνία, να περιστέλλουν τις ελευθερίες της, να αναιρούν τα δικαιώματά της.
- Nα διατυπώνουν υποσχέσεις (πάντοτε ανεκπλήρωτες).
- Nα εφαρμόζουν πρακτικές (πάντοτε αποτελεσματικές) για την προάσπιση των συμφερόντων και τη διεύρυνση ων προνομίων τους.
- Nα εκφέρουν ανατριχιαστικές ρήσεις του τύπου «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό». (Σύμφωνα μ’ αυτή την ιδιότυπη αντίληψη -που είναι απολύτως χαρακτηριστική και αποκαλυπτική της ποιότητας των ατόμων που την ασπάζονται- οι χιτλερικοί ρατσιστικοί νόμοι της Νυρεμβέργης, για παράδειγμα, που ήταν καθ’ όλα «νόμιμοι», ήταν και καθ’ όλα… ηθικοί).
• O Αριστοφάνης γράφει: «το να κυβερνάς ένα λαό, δεν είναι δουλειά ανθρώπου τίμιου και πεπαιδευμένου αλλά αγράμματου και αχρείου» (Ιππής, στ. 191-3)
• Ο Ανατόλ Φρανς έκφραζε την αποστροφή του για τους πολιτικούς, δηλώνοντας: «Δεν είμαι τόσο ατάλαντος ώστε να ασχοληθώ με την πολιτική».
• Ο Αντρέ Μαλρό, ομοίως: «Κανένας δεν ασχολείται με την πολιτική έχοντας ως γνώμονα την ηθική» (L’ Espoir)
Η σύγκρουση μεταξύ των πολιτικών δεν γίνεται για ιδέες και προγράμματα αλλά για την ιδιωτική και κομματική λαφυραγωγία.
• Ο Ροΐδης γράφει ότι οι αρχηγοί των κομμάτων θεωρούν τον τόπο «ως δορύκτητον χωράφιον προωρισμένο εις αποκλειστική βοσκή της αγέλης των». (Ασμοδαίος, Πολιτικό Δελτίο)
Η ενιαία συντεχνία των επαγγελματιών πολιτικών απαρτίζεται από τη συμπολίτευση και την αντιπολίτευση που ευθυγραμμίζονται απολύτως, όταν κινδυνεύουν τα συμφέροντά τους ή όταν πρόκειται να διασφαλιστούν συντεχνιακά οφέλη.
• Ο ρήτορας Δείναρχος (4ος-3ος αιώνας) καταγγέλλει ότι «οι πολιτικοί στις συνελεύσεις χτυπιούνται άγρια μεταξύ τους αλλά στο παρασκήνιο είναι ενωμένοι».
• Ο Ανατόλ Φρανς αποφαίνεται ότι «η αντιπολίτευση αποτελεί κάκιστο σχολείο για τον δημόσιο βίο. Οι πολιτικοί που εκπαιδεύονται σ’ αυτό το σχολείο, υιοθετούν αντιλήψεις εντελώς αντίθετες απ’ αυτές που πρέσβευαν πριν».
Συνεπώς, οι επαγγελματίες πολιτικοί συνθέτουν μια κατηγορία ικανών τυμβωρύχων και νεκροθαφτών που είναι άξιοι του μισθού τους και της νοημοσύνης μας.
Πολίτης και δημοκρατία
Πολίτης, όπως προσδιορίζεται από τον Αριστοτέλη, είναι εκείνος που «μετέχει κρίσεως και αρχής». (Πολιτικά, ΙΙΙ)
«Μετέχω στην κρίση σημαίνει ότι συμμετέχω άμεσα στην δικαστική εξουσία και την απονομή της δικαιοσύνης και μετέχω στην αρχή σημαίνει ότι συμμετέχω άμεσα στην κυβερνητική εξουσία» (Κ. Καστοριάδης, Η αρχαία Ελληνική δημοκρατία, σ. 16).
Ο δήμος υποδηλώνει ένα ειδικό τρόπο οργάνωσης της πολιτικής ζωής της πόλεως η οποία ορίζεται ως ένα σύνολο ελεύθερων πολιτών που αποφασίζουν, όπως προκύπτει από τη χρήση του «έδοξεν τη βουλή και τω δήμω» στο τυπικό όλων των δημοσίων εγγράφων.
«Ο δήμος είναι κύριος των πάντων, και τα πάντα διοικεί με τα ψηφίσματα και με τα δικαστήρια όπου ο ίδιος κατέχει την εξουσία» (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία) και ασκεί την εξουσία ως άμεση δημοκρατία, δηλαδή την ασκεί απευθείας ο ίδιος χωρίς «αντιπροσώπους».
Μια τέτοια πολιτική κοινότητα, ακριβώς επειδή αντλούσε τη νομιμοποίησή της από τον εαυτό της και μόνο, μπορούσε να υφίσταται μέσα από μια διεργασία διαρκούς αυτοθέσμισης, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούσε να έχει μια συγκεκριμένη τελική πολιτική μορφή η οποία διαμορφώθηκε μια για πάντα αλλά να βρίσκεται σε μια συνεχή αυτοδημιουργία και αναδημιουργία, συγχρόνως.
Γιατί «η αυτοθέσμιση δεν είναι κατάσταση, είναι διαδικασία που εκφράζεται ως δραστηριότητα μεταβολής των “βασικών”, “καταστατικών” και “συνταγματικών” νόμων (δηλαδή, της πολιτείας) και των άλλων θεσμών, όχι όλων συλλήβδην και ταυτοχρόνως αλλά σταδιακά, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις περιστάσεις». (Κ. Καστοριάδης, ο.π.)
Μέσα από μια μακραίωνη πορεία, ο Δήμος:
• Από θεσμός που εξέφραζε ένα σύνολο πολιτών οι οποίοι αποφασίζουν και νομοθετούν άμεσα, μεταμορφώθηκε σε μια αποκρουστική καρικατούρα του προηγούμενου εαυτού του, την έμμεση «δημοκρατία» (θεσμό που εκφράζει ένα σύνολο υπηκόων οι οποίοι μεταβιβάζουν σε κάποιον άλλο το δικαίωμα να αποφασίζει και να νομοθετεί εξ’ ονόματος τους και εναντίον τους).
• Από τρόπος συγκρότησης μιας κοινότητας ελεύθερων πολιτών (που ήταν «αυτόνομη, αυτοδίκαιη και αυτοτελής» και στηριζόταν στο απαραβίαστο δικαίωμα να αποφασίζουν άμεσα εκείνοι που την ενσάρκωναν), μετασχηματίστηκε σε έναν, ήσσονος σημασίας, γραφειοκρατικό θεσμό που εδράζεται σε μια δουλική σχέση με την κρατική εξουσία, στο πλαίσιο της οποίας ο πρώην ελεύθερος πολίτης μπορεί να υφίσταται μόνο ως δουλοπρεπής υπήκοος.
Με βάση αυτό το θεμελιώδες στοιχείο, η έμμεση δήθεν «δημοκρατία» αποτελεί πλήρη αναίρεση και ριζική άρνηση της δημοκρατίας:
Η δημοκρατία ή είναι άμεση ή δεν είναι δημοκρατία.
Κι ακριβώς, προκειμένου να επικαλυφθεί ο άκρως ολιγαρχικός χαρακτήρας της έμμεσης δήθεν «δημοκρατίας», εφευρέθηκε το τελετουργικό της αναγωγής του υπηκόου σε δήθεν «πολίτη» για μια μέρα κάθε τέσσερα χρόνια, μέσω του οποίου απλώς επικυρώνεται δημοσίως η εν λευκώ εξουσιοδότηση των υπηκόων στους επαγγελματίες πολιτικούς να αποφασίζουν για την καλύτερη δυνατή διαχείριση των ευτελών συμφερόντων και των εξευτελιστικών προνομίων τους.
Και οι υπήκοοι, επιλήσμονες της ιστορικής διδαχής σύμφωνα με την οποία «πίσω από κάθε σωτήρα βαδίζει ένας δήμιος» (Samuel Johnson), σπεύδουν να παραχωρούν σε τακτά διαστήματα στους εξουσιοφρενείς επαγγελματίες πολιτικούς μια εν λευκώ εξουσιοδότηση, που τους επιτρέπει να διευρύνουν αενάως τα υλικά τους συμφέροντα και τα προνόμιά τους και να επιλύουν με επίπλαστο τρόπο τα πλείστα όσα ψυχολογικά και σεξουαλικά τους προβλήματα.
Κι ακριβώς, προκειμένου να επικαλυφθεί ο άκρως ολιγαρχικός χαρακτήρας της έμμεσης δήθεν «δημοκρατίας», εφευρέθηκε το τελετουργικό της αναγωγής του υπηκόου σε δήθεν «πολίτη» για μια μέρα κάθε τέσσερα χρόνια, μέσω του οποίου απλώς επικυρώνεται δημοσίως η εν λευκώ εξουσιοδότηση των υπηκόων στους επαγγελματίες πολιτικούς να αποφασίζουν για την καλύτερη δυνατή διαχείριση των ευτελών συμφερόντων και των εξευτελιστικών προνομίων τους.
Και οι υπήκοοι, επιλήσμονες της ιστορικής διδαχής σύμφωνα με την οποία «πίσω από κάθε σωτήρα βαδίζει ένας δήμιος» (Samuel Johnson), σπεύδουν να παραχωρούν σε τακτά διαστήματα στους εξουσιοφρενείς επαγγελματίες πολιτικούς μια εν λευκώ εξουσιοδότηση, που τους επιτρέπει να διευρύνουν αενάως τα υλικά τους συμφέροντα και τα προνόμιά τους και να επιλύουν με επίπλαστο τρόπο τα πλείστα όσα ψυχολογικά και σεξουαλικά τους προβλήματα.