Άπαξ και το πάρει απόφαση ένας άνθρωπος ότι είναι εσωτερικά νεκρός, γίνεται πολύ ψύχραιμος σε όλα. Κουλ. Κίλερ. Τους σιχαίνομαι. Είναι εντυπωσιακοί στο σινεμά, στη ζωή καταστρέφουν το μόνο που ίσως αξίζει: την αγάπη.
Καμιά ιδεολογία δεν με ψήνει ότι πρέπει να πολεμήσω. Και δεν έχω κανένα σεβασμό στη «δημοκρατική διαδικασία» που εκθρέφει Δαϊλάκηδες. Η Βουλή των Ελλήνων συχνά μου φαίνεται ένα μαντρί με καραγκιόζηδες.
Οι φίλοι σκορπίζουν επειδή αλλάζουν κάποια στιγμή βηματισμό. Ειδικά αν στην απόσταση που ανοίγεται ανάμεσά τους μπουν και λίγες χιλιάδες ευρώ (ή και λιγότερα!). Οι ευαισθησίες ακολουθούν καταϊδρωμένες.
Ποτάμια σκοτεινής ενέργειας κυλάνε μέσα μου, που τα έλκει ένα τυφλό σημείο (ποιο;). Δεν με ημερώνει ούτε το χρήμα, ούτε η δημιουργία ούτε καν η αγάπη. Μόνο η τέχνη των ανθρώπων που διηγούνται νίλες ανάλογες. Ή είμαι άρρωστος ή έτσι είναι η φύση των ανθρώπων.
Στους μικρούς, χαζούς καιρούς σαν τον δικό μας, όπου τα πράγματα σπάνε σε πολλούς μικρούς, χαζούς μικρόκοσμους το πάνω χέρι το παίρνουν οι δεκανείς του λόχου (όπως στον πόλεμο): οι δημοσιογράφοι, τα golden boys, οι διαφημιστές, αυτοί που φτιάχνουν σώβρακα, οι κεφαλές της τηλεόρασης, οι ποδοσφαιριστές, οι εξέκιουτιβς. Γίνεται η Εκδίκηση των Δεύτερων, αναδύονται οι στρατηγοί Κουρτζ της πλέμπας.
Ο πάνδημος κατακερματισμός και η συμπαρουσία πολλών νομισμάτων ταυτοχρόνως τα κάνει όλα σχετικά, ξέρεις εσύ, και συμφύρει τους πρώτους με τους δεύτερους σε ένα πολτό απαξίας. Αυτό αποθαρρύνει ορισμένους ευγενικούς ανθρώπους, αφού δεν έχει νόημα να προσπαθείς για το καλό στου κουφού την πόρτα (κι όμως έχει νόημα - ή μάλλον, δεν έχει, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που δεν είχε ποτέ: το νόημα, το δίνουμε εμείς).
Άπαξ και αποφασίσεις να μπεις στο παίγνιο της κοινωνίας των Αθηνών, πρέπει να γίνεις ψεύτης. Να υποστηρίζεις διά της παρουσίας σου (ή συνηθέστερα διά της σιωπής σου) το χρυσοποίκιλτο μπερντέ που προσποιείται το ανάκτορο. Δεν φτάνει που έχεις τις εσωτερικές σου αρρώστιες (όρα λήμμα 4), πρέπει να γλύφεις και τους καραγκιόζηδες. Κι όμως όλοι το κάνουν. Και κάνουν τη δουλίτσα τους. Ψευδέστεροι: εκείνοι που υποδύονται τους ανένταχτους, τους εξωκοινοβουλευτικούς, τους αλτέρνατιβ και προνομιούχοι όντες φοράνε τετριμμένα (ναι, συμπεριλαμβανόμαστε).
Παρότι εσωτερικά νεκροί (όρα λήμμα 1), οι περισσότεροι άνθρωποι δεν σκέφτονται ποτέ το θάνατο. Διότι νομίζουν ότι δεν έχουν χρόνο. Έτσι η μοντέρνα Αθήνα είναι φιλοσοφικώς στη λίθινη εποχή. Κυριολεκτώ.
Όσα κερδίζεις και σε καθιστούν προνομιούχο, αξίζουν μόνο εφόσον σε κάνουν τολμηρότερο στην έκφραση και δοτικότερο στα αισθήματα και τις ύλες. Ό,τι σε απομακρύνει από το στόχο σου (την ελευθέρωση από όλα - αν είναι δυνατόν!!!) είναι σκοτάδι και χασομέρι.
Θέλει κόπο το ραπάνι. Διότι είναι αόρατο. Και κυκλοφορούν δεκάδες, τι λέω, χιλιάδες παραμύθες. (Ο χειρότερος πειρασμός: η σκέψη ότι είναι ένας κόπος μάταιος, που ίσως και ισχύει, αλλά δεν έχουμε και τίποτα καλύτερο να κάνουμε, αγαπητέ και υποκριτικότατε αναγνώστη, εκτός και θεωρείς ότι είναι καλύτερο να αποκτηνώνεσαι γουργουρίζοντας ή να το παίζεις νουάρ λαϊφστυλίστας - ή τέλος, το χειρότερο, να βγάζεις την ουρά σου απέξω, διαλέγοντας το ρόλο το δημοφιλέστερο, της τσογλανοπαρέας που κάνει κριτική).
Το μόνο σίγουρο: με ορίζει ένας παλιός, τεράστιος φόβος. Απ' τον οποίο εξαρτάται το κρέας μου, οι γύρω μου, ακόμα και το φεγγάρι - δηλαδή όλα. Όποτε προσπάθησα να τον ξεπεράσω, έγινα κτήνος. Τη λίγη ελευθερία που αποκτώ, δεν ξέρω τι να την κάνω. Οι γνώσεις μου είναι σωματικά ανεφάρμοστες. Είμαι 50 χρονών, αλλά δεν ξέρω να ζω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου