«Όποιος χάνει το μέτρο, παίρνει μέτρα»
Ο Μανώλης έμοιαζε με μικρό παιδί που αντικρίζει τον κόσμο για πρώτη φορά και συνωστιζόταν με τα παιδιά για να δει από κοντά τον Τσάκι Τσαν ή σκαρφάλωνε τις νύχτες στις πυραμίδες των Φαραώ για να μελετήσει τις συζυγίες των αστέρων και να τραγουδήσει ριζίτικα τραγούδια. Ήταν οικείος με όλους τους ανθρώπους και συνάμα απρόσιτος και μακρινός.
Ο Μανώλης Ρασούλης ταξίδευε πολύ για να γνωρίσει τον κόσμο και να γράψει τους στίχους του. Λόγω φιλίας υπήρξαμε συνταξιδιώτες σε μερικά ταξίδια και διαπιστώσαμε ότι σκαρφαλώνουμε τον ίδιο τοίχο από αντίθετες μεριές. Αυτός με την πένα του και εμείς με τον φακό μας περιγράφουμε τον κόσμο και τις ζωές των ανθρώπων. Τον συναντήσαμε για τελευταία φορά πριν λίγες μέρες, όταν προλόγισε μια μουσική εκδήλωση για τον Μάνο Χατζηδάκη στο εντευκτήριο του βιβλιοπωλείου Ιανός. «Όποιος χάνει το μέτρο παίρνει μέτρα» είπε μεταξύ άλλων στο ακροατήριο, θέλοντας να σχολιάσει την κρίση που μαστίζει τη χώρα μας.
ΣΥΜΠΥΚΝΩΝΕ ΤΗ ΖΩΗ
Αυτός ο σπάνιος άνθρωπος και καλλιτέχνης συμπύκνωνε τη ζωή των Ελλήνων σε λίγα λόγια. Τακτοποιούσε τη σκέψη μας με ένα μόνο στιχάκι και μας αποσπούσε από την απεραντολογία και τη φλυαρία που διακρίνει τη φυλή μας. Οι στίχοι του διέπονταν από αυστηρή λιτότητα και δεν μπορούσες να προσθέσεις ή να αφαιρέσεις ούτε ένα κόμμα χωρίς να τους καταστρέψεις. Οι στίχοι τού έρχονταν στο μυαλό κατά ριπές και απρόσμενα, ενώ ο μόνιμος εφιάλτης του ήταν να βρει στυλό να τους γράψει κάπου.
«Τους λέω 666 φορές για να μην τους ξεχάσω, όταν όμως τους ξεχάσω λέω ότι δεν χάθηκε ο κόσμος, θα μου ξανάρθουν».
Έπαιρνε τον ρυθμό από τους βαρκάρηδες που τραβάνε τα κουπιά και τον απέδιδε πίσω στον κόσμο σαν τραγούδι. Άκουγε καρφώματα από σφυριά και σκαρφιζόταν στίχους. Η πρωτογενής ύλη της δουλειάς του ήταν οι ήχοι της ζωής. Ο Ρασούλης μικρός έψελνε στις εκκλησίες της Κρήτης κι από εκεί απόκτησε την αίσθηση του τραγουδιού.
«Το ρεμπέτικο μοιάζει με θρησκευτική δραστηριότητα, έχει δερβίσικο βάθος και βάρος. Όταν γράφω στίχους επάνω σε ρυθμό ρεμπέτικο προτρέπομαι να πάω σε βάθος, είναι σαν να έχω πάθει εγκαύματα τρίτου βαθμού».
ΣΤΙΧΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ
Ο Ρασούλης έγραψε το πρώτο του τραγούδι το 1972:
«Μεσ’ τη μικρή αγκάλη σου γλιστρώ και πέφτω ολόρθος /
κι ώσπου να πιω τα κάλλη σου μου μέθυσε ο πόθος».
Είπε ότι θα ήθελε μετά από χρόνια, όταν δεν θα υπάρχει, να λένε οι άνθρωποι τους στίχους του:
«Ένα κι ένα κάνουν δύο, λένε μέσ’ το καφενείο /
μα εγώ κι εγώ εσένα, ένα κι ένα κάνουν ένα».
Να λένε και το «Πότε Βούδας, πότε Κούδας», όχι μόνο για το νόημα που εκφράζει, αλλά και επειδή πίστευε ότι αυτός ο ποδοσφαιριστής ήθελε να επαναφέρει την παιδικότητα στο παιχνίδι του φτωχών ανθρώπων. Στο κλασσικό ερώτημα σε τι διαφέρει η ποίηση από τη στιχουργία, ο Ρασούλης γνώριζε καλύτερα από κάθε άλλον την απάντηση.
«Η στιχουργία σχετίζεται με την καθημερινότητα, η ποίηση με τα ερέβη και τη διαχρονικότητα. Ο Ελύτης προσπαθούσε να γράψει τραγούδια για την καθημερινότητα, αλλά ζοριζόταν. Η Νικολακοπούλου είναι στιχουργός με έντονη ποιητικότητα, που διαθλά το τραγούδι και το κάνει ατμοσφαιρικό. Οι Μοιραίοι του Βάρναλη και ο Επιτάφιος του Ρίτσου είναι πιο κοντά στη στιχουργία, επειδή έχουν μέτρα, ρίζες και αυστηρά κλισέ. Η ποίηση άφησε πίσω τα μέτρα και τις ρίζες κι ανοίχτηκε στην πλημμυρίδα».
Μερικές φορές χανόταν και ο Μανώλης στην ποιητικότητα, αλλά οι μαντινάδες τον επανέφεραν στην στιχουργία σαν τις άγκυρες και τον πολικό αστέρα.
ΗΤΑΝ ΜΟΝΤΕΡΝΟΣ
Ο Ρασούλης δεν ήταν προσκολλημένος μονομερώς στην παράδοση, ήταν ανοιχτός και στην εξέλιξη. Είχε ζήσει για χρόνια στο Λονδίνο, το οποίο λάτρευε επειδή εκεί γεννιούνταν τα καινούργια ρεύματα. Αγαπούσε με πάθος την Κρήτη, ήταν όμως και πολίτης του κόσμου. Συχνά ανέφερε ότι: «Ενώ στη βόρεια Κρήτη έχουν αεροπορικές εταιρείες, στη νότια μιλούν συνέχεια για τηγανητά κουνέλια. Η προσκόλληση στην παράδοση έχει κάπως ξεχειλώσει και χρειάζεται λίγος εκμοντερνισμός και εκσυγχρονισμός για να ισορροπήσει η κατάσταση».
Ο Μανώλης έμοιαζε με μικρό παιδί που αντικρίζει τον κόσμο για πρώτη φορά και συνωστιζόταν με τα παιδιά για να δει από κοντά τον Τσάκι Τσαν ή σκαρφάλωνε τις νύχτες στις πυραμίδες των Φαραώ για να μελετήσει τις συζυγίες των αστέρων και να τραγουδήσει ριζίτικα τραγούδια. Ήταν οικείος με όλους τους ανθρώπους και συνάμα απρόσιτος και μακρινός.
Μέσα στην ψυχή του λειτουργούσε σαν πυρηνικός αντιδραστήρας μια γεννήτρια παραγωγής στίχων. Κατακλυζόταν από εκατομμύρια χαοτικά ερεθίσματα και τα μετασχημάτιζε σε συμπυκνωμένες σοφίες. Πολλοί συγγραφείς έγραψαν για τη ματαιότητα και το πρόσκαιρο της εξουσίας και άλλοι τόσοι για τη δύναμη της αγάπης που αντέχει και υπομένει. Ο Ρασούλης συμπύκνωσε χωρίς φλυαρίες μέσα μια αράδα τα παραπάνω νοήματα, με το στίχο του:
«Οι κυβερνήσεις πέφτουνε, μα η αγάπη μένει».
ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΘΡΗΝΟΥΝ
Καθώς ο Ρασούλης ταξίδευε πολύ, οι φίλοι και οι συγγενείς του ήταν συνηθισμένοι να μην τον αναζητούν κάθε μέρα και δεν ανησυχούσαν αμέσως μόλις δεν απαντούσε στα τηλέφωνα. Φαινόταν υγιής και δεν ήταν τόσο μεγάλος στην ηλικία, ώστε να ανησυχούν για τη ζωή του με το παραμικρό. Από καθαρή σύμπτωση βρέθηκε μόνος στις τελευταίες στιγμές του, χωρίς να μπορεί να σηκώσει το τηλέφωνο που κουδούνιζε συνεχώς δίπλα του.
Ο Μανώλης είχε πολλούς συγγενείς και φίλους που τον αγαπούσαν και δεν ήταν καθόλου έρημος και εγκαταλελειμμένος, όπως από ελλιπή πληροφόρηση υπονόησαν μερικοί και προκάλεσαν αχρείαστο οίκτο για τον υπερήφανο στιχουργό. Όταν αισθανόταν να τον πλημυρίζει η έμπνευση απομονωνόταν από τον κόσμο και αυτό το γνώριζαν καλά οι δικοί του άνθρωποι. Αν δεν απομονωνόταν δεν θα έγραφε ούτε μια αράδα στίχους, θα τον κατάπινε η καθημερινότητα και θα τον αχρήστευε.
Εκτός από την αγαπημένη κόρη του και τα αδέλφια του, ο Μανώλης είχε αδελφικούς φίλους που δεν σχετίζονταν με τον επάγγελμά του, όπως τον γυμναστή και σχολικό σύμβουλο Κώστα Μπουζιώτα από την Κατερίνη. Στο σπίτι του φίλου του έμενε για βδομάδες ο Ρασούλης, απ’ όπου η θέα του Ολύμπου κόβει την ανάσα. Ο Κώστας εκτρέφει και εκπαιδεύει περιστέρια που κάνουν θεαματικές πτήσεις και φιγούρες στον ουρανό. Μια μέρα ένα αρπαχτικό πουλί σκότωσε μια περιστέρα του Κώστα και ο Ρασούλης του έγραψε στο άψε σβήσε ένα τραγούδι για να τον παρηγορήσει:
«Ο Κώστας ο περιστεράς μ’ ογδόντα περιστέρια/ έχει και μια περιστερά που όλο πετά στ’ αστέρια./ Για τούτο ο γυπαετός που την καραδοκούσε/ την κλει στα μαύρα του φτερά κι εκείνη γουργουρούσε./ Ο Κώστας ο περιστεράς γι αυτή την περιστέρα/ στέκει από τότε τραγουδά και κλαίει νύχτα μέρα».
Ο Κώστας πήρε το τρένο από την Κατερίνη για να έρθει στην κηδεία του Μανώλη Ρασούλη. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής περιέγραψε σε μια κόλα χαρτί τον βαθύτερο χαρακτήρα του μονάκριβου φίλου του:
«Ζούσε στην κόψη του ξυραφιού μεταξύ δύο κόσμων, του Μικρόκοσμου της Καθημερινότητας και του Μεγάκοσμου της Σοφίας.
Μέσα στον πρώτο βίωνε έντονα την κοινή μοίρα του με τους συνανθρώπους του και ένοιωθε την έντονη παρόρμηση να αγωνίζεται για τα κοινωνικά ιδανικά, πολεμώντας ανελέητα το αρνητικό που μεταμφιέζεται σε θετικό, δηλαδή τους «κακούς που ντυθήκανε καλοί και πιάσαν εξουσίες», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά σε κάποιους στίχους του.
Μέσα στον Μεγάκοσμο της Σοφίας, στον οποίο αιωρείτο ο Ρασούλης, δεν είχε θέση ο εφήμερος κόσμος, αλλά η απόλυτη ελευθερία, η εσωτερική ενόραση και η πορεία προς το γνώθι σ’ αυτόν.
Ο Μανώλης διαπερνούσε το διάφραγμα της επικοινωνίας μεταξύ των δύο παραπάνω κόσμων με τη συχνότητα του εκκρεμούς και αυτό του προκαλούσε τρομερή πνευματική, ψυχική και σωματική ένταση.
Εξαντλημένος απ’ αυτή τη διαρκή ένταση και ανησυχία, κάποια στιγμή έκλεισε την πόρτα του Μικρόκοσμου και αφέθηκε στην αγκαλιά του Μεγάκοσμου. Πέρασε για πάντα στην άλλη όχθη με υπερηφάνεια, ευγένεια και διακριτικότητα».
Μαζί με τον Μπουζιώτα, στην Κατερίνη υπάρχουν εκατοντάδες ακόμα άνθρωποι που λατρεύουν τον Ρασούλη και σήμερα θρηνούν τον χαμό του. Κλαίνε οι Αντώνης, Ευτύχης , Μπάμπης, Αμαλία, Βαγγέλης, Θόδωρος, Χάρης, Γιάννης, Ζωή, Νίκος, Ελένη, Νόπη, Κούλα, Μαρία, Άννα και άλλοι πολλοί. Η πόλη ολόκληρη πενθεί.
ΠΗΓΕ ΣΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗ
Αν υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο, ο Μανώλης θα έχει συναντηθεί ήδη με τον Καζαντζίδη, τον οποίο αγαπούσε παθολογικά. Μόλις θάβανε τον Στέλιο, ο κόσμος έριχνε στον τάφο του μουσικά όργανα και άλλα αντικείμενα. Ο Μανώλης έμεινε για πολλή ώρα πάνω από τον τάφο, μέχρι που ο νεκροθάφτης τον ρώτησε: «Θα ρίξεις κι εσύ τίποτα μέσα για να τελειώνουμε;». Ψάχτηκε από δω, ψάχτηκε από κει, δεν βρήκε τίποτα, κι έριξε μέσα το καπέλο του. Αυτό το καπέλο που αγαπούσε και ποτέ δεν αποχωριζόταν. Τώρα ο Καζαντζίδης θα του επιστρέψει το καπέλο και θα το φοράει και στην άλλη ζωή.
Κείμενα-Φωτογραφίες: Γιώργος Ζαφειρόπουλος / travelpaths.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου