Ανταπόκριση από το μέτωπο: Ένα ταξί κατεβαίνει κορνάροντας τη Σόλωνος με μια τεράστια ελληνική σημαία να κυματίζει από το τζάμι και το σύνθημα «Κάτω η χούντα» κακογραμμένο με μαρκαδόρο σε όλες τις πλευρές του ταξί. Πιο κάτω, στην Ακαδημίας, η διαδήλωση των ταξιτζήδων πλησιάζει το Σύνταγμα και φωνάζει «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία, η χούντα δεν τελείωσε το ‘73». Η αναπόληση της πτώσης της χούντας από τη συμπαθή συντεχνία με την αδιαμφισβήτητη αντιδικτατορική δράση συνδέεται με το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων.
Στον ομιχλώδη συνειρμό περί της μεταπολίτευσης προσκολλάται το συντεχνιακό συμφέρον. Η χούντα είναι αυτό που μας χαλάει τη βόλεψη, που θίγει τα μικροσυμφέροντά μας. Η ιστορία ξαναγράφεται. Ή μάλλον η ιστορία έτσι γράφτηκε, απλώς δεν το ξέραμε. Η χούντα έπεσε το ’73 και όχι το ’74, μάλλον επειδή κι αυτή τόλμησε να τα βάλει με τους ταξιτζήδες. Το όποιο κοινωνικό συμβόλαιο συγκροτήθηκε έκτοτε βασίστηκε στη χυδαία συναλλαγή. Την κοινωνική ειρήνη την εγγυάτο ένα κράτος-νταντά των κακομαθημένων παιδιών.
Ο λαός αυτός δεν έχει καταλάβει τι του συμβαίνει. Σαν τα σκυλιά του Παβλόφ δεν μπορεί να αναγνωρίσει τίποτα πέρα από το μικροσυμφέρον του. Όταν η πραγματικότητα εισέβαλε στη νιρβάνα του καναπέ του, εξεγέρθηκε για να ζητήσει πίσω τις παλιές του ανέσεις, τα παλιά προνόμια. Όταν τα ανακτήσει ή όταν βαρεθεί θα γυρίσει στη φυσική του θέση.
Η «σκέψη» της διαδήλωσης έχει κοντά ποδάρια. Θέλουμε πίσω τους παλιούς μας μισθούς, τις παλιές μας δουλειές, τις καταναλωτικές μας ανέσεις, το ελληνικό όνειρο. Ποιος θα σας το δώσει; Η κότα που κάνει τα χρυσά αυγά. Η κότα ψόφησε, το πτώμα βρόμισε. Δεν υπάρχει πια κρατικός δανεισμός για να μπουκώνει ευρώ τα ανοιγμένα στόματα.
Θα πει κανείς, υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν πραγματικά από τις περικοπές, που τα βγάζουν δύσκολα πέρα. Είναι αλήθεια. Φυσικά, δεν είναι αλήθεια για την πλειοψηφία όσων φωνάζουν. Εκεί βασιλεύει ο λαϊκισμός του κακομαθημένου παιδιού. «Τα θέλω όλα και τα θέλω τώρα», «να ζητάτε το αδύνατο». Ο σιτεμένος «ρομαντισμός» του Μάη του ’68. Μπούρδες. Ούτε κουβέντα για ένα δίχτυ κοινωνικής προστασίας όσων το έχουν πραγματικά ανάγκη.
Η κοινωνία αυτή γαλουχήθηκε με τις αξίες του ατομικισμού και της ιδιώτευσης. Δείτε τα βουνά των σκουπιδιών στους δρόμους αυτής της κατεστραμμένης πόλης. Μάθαμε να νοιαζόμαστε για την καθαριότητα των μπαλκονιών μας, όχι για την καθαριότητα της πόλης μας. Είμαστε ένα γενικευμένο Not In My Backyard. Οι σωροί των σκουπιδιών διανθίζονται από πεταμένα έπιπλα, κλαδιά και μπάζα που προφανώς δε μπορούσαν να περιμένουν ούτε αυτά τη λήξη της απεργίας για να πεταχτούν στους δρόμους. Από το ’81 κι έπειτα φτιάξαμε σπίτια, εξοχικά, αγοράσαμε αυτοκίνητα, κατασκευάσαμε μια ευημερούσα μεσαία τάξη που ζούσε με δανεικά. Ταυτόχρονα, διαλύσαμε την κοινή μας ζωή, καταστρέψαμε τη φύση, χτίσαμε σε κάθε βουνοκορφή και σε κάθε δάσος, μολύναμε τις θάλασσες με σκουπίδια και απόβλητα, δηλητηριάσαμε τον αέρα που αναπνέουμε. Κλέβαμε απ’ όπου μπορούσαμε. Δημιουργήσαμε μια επίπλαστη οικογενειακή ευτυχία σε βάρος της κοινότητας. Νομίζαμε ότι μπορούμε να ζούμε στο μικρόκοσμό μας. Να διορίζουμε τα παιδιά μας, να δημιουργούμε περιουσίες χωρίς να δίνουμε φόρους. Ξεχάσαμε πως ζούμε σε μια κοινωνία, πως κάθε πράξη μας έχει επίπτωση στους διπλανούς μας, στις μελλοντικές γενιές.
Χάσαμε κάθε ισορροπία. Η δημόσια σφαίρα καταστράφηκε, έγινε βορά των ατομικιστικών συμφερόντων. Οι πολιτικοί διόριζαν, εμείς τους ψηφίζαμε. Οι δήμαρχοι έσβηναν κλήσεις, εμείς τους ψηφίζαμε. Οι δημόσιοι υπάλληλοι μας «εξυπηρετούσαν», εμείς τους λαδώναμε. Λησμονήσαμε τον τρόπο να ζούμε μαζί, κρύψαμε κάτω από το χαλί της καταναλωτικής μας μανίας το γεγονός πως η κοινή ζωή, η ύπαρξη μιας οργανωμένης πολιτείας αποτελεί αναγκαιότητα.
Ονομάσαμε την οργανωμένη πολιτεία κακό και μοχθηρό κράτος και γίναμε αναρχίζοντες μικροαστοί που δε σέβονται κανέναν νόμο παρά μόνο αυτόν που τους εξυπηρετεί. Η διαφθορά, ο χρηματισμός και οι πελατειακές σχέσεις υποκατέστησαν προκλητικά την αξιοκρατία, το κράτος δικαίου, την αλληλεγγύη. Λέγοντας δημόσιο συμφέρον φτάσαμε να εννοούμε το άθροισμα των ιδιωτικών και συντεχνιακών μας συμφερόντων. Μάθαμε να πατάμε πάνω στα κεφάλια των άλλων, των πιο αδύναμων, για να επιβιώσουμε. Τώρα που γίναμε εμείς οι πιο αδύναμοι δεν υπάρχει κανείς για να μας σώσει· ήρθε η ώρα να ζήσουμε με τα σκουπίδια μας.
του Θανάση Πολλάτου
http://mhmadas.blogspot.com/
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου